ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΚΕΛΑΪΔΗ

Της διακεκριμένης Τεχνοκριτικού ΕΛΕΝΗΣ ΒΑΚΑΛΟ



Η χρησιμότητα της κριτικής ισχύει για περιπτώσεις σαν του Β. Κελαϊδή. Επειδή βοηθάει για να ενισχυθεί ο ίδιος στο βήμα που έκανε με τη δουλειά του, αλλά και για να φανή ποιο γενικώτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο δρόμος που ακολούθησε.
Είχα δει για πρώτη φορά έργα του στη γκαλερί “Άστορ”, όταν με άλλους τρεις Χανιώτες ζωγράφους, τον Γ. Κουνάλη και τον Β. Ζαχαράκη, είχαν οργανώσει την πρώτη ομαδική έκθεσή τους στην Αθήνα.
Εκείνη η έκθεση μου είχε κάνει εντύπωση, για την ποιότητα και το ενδιαφέρον που παρουσίαζε. Από πείρα γνωρίζω πόσο κι αυτό ακόμη είναι δύσκολο, για ζωγράφους που ζουν μακριά από το κέντρο και στερούνται έτσι τον έλεγχο και την ατμόσφαιρα διακίνησης ιδεών που αυτόματα υπάρχουν εκεί που βρίσκεται συγκεντρωμένη καλλιτεχνική ζωή.
Σύντομα κατόπιν, έμαθα οτι η προσπάθεια τους δεν ήταν ξεκομμένη. Οι ίδιοι ενεργά, είχαν μετάσχει στην οργάνωση της Παγκρήτιας έκθεσης και αργότερα στην συγκέντρωση και την έκθεση Βυζαντινών και μεταβυζαντινών εικόνων στα Χανιά από το σύλλογο “Χρυσόστομος”. Γενικά τον τελευταίο καιρό, η προσπάθεια για την αναζοπύρωση της καλλιτεχνικής κίνησης στην Κρήτη εκδηλώνεται με την μετάκληση καλλιτεχνών από την Αθήνα για εκθέσεις, με το ενδιαφέρον για τους Κρητικούς ζωγράφους και γλύπτες που δρουν στην Αθήνα και στο εξωτερικό, με την αύξηση της τάσεως των νέων για καλλιτεχνικές σπουδές. Συνάρτηση αυτών των φαινομένων πρέπει να γίνει προς δύο κατευθύνσεις. Το τουριστικό κύμα που πλημμυράει την Κρήτη αφήνοντας κάθε τόσο και περισσότερους ανθρώπους των γραμμάτων και των τεχνών από όλο τον κόσμο, εγκατεστημένους στα χώματά της, υπογραμμίζει αναμφίβολα και για τους Κρητικούς την σημασία που μπορεί να πάρει ο τόπος τους σ' αυτούς τους τομείς. Με έναν κατάλληλο προγραμματισμό η Κρήτη θα μπορούσε να γίνει ένα διεθνές πνευματικό και καλλιτεχνικό κέντρο στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Και θα μπορούσε ακόμη, με μια δημιουργική ώθηση στην αξιοποίηση της γεωγραφικής θέσης της, της ιστορίας και της παράδοσής της, να προβάλλει τον ρόλο της συγκεντρώνοντας διασταυρώσεις συγχρόνων καλλιτεχνών και πνευματικών ρευμάτων.
Από την άλλη μεριά η κοντινότερη παράδοσή της που πλούτισε τον Ελληνικό χώρο με κορυφαία ονόματα σε όλους τους τομείς, δεν είναι μακρυνή και δεν έχει σβύσει η ενέργειά της. Στην ζωγραφική, πυρήνες μέσα στην Κρήτη αντέχουν όπως μας το δείχνει η περίπτωση του Φανουράκη, όπως μας το έδειξε η περίπτωση της Φιοράκη. Έτσι η κίνηση που παρατηρείται σήμερα σε αυτόν τον τομέα δεν είναι αποσπασμένη από μια συνέχεια και από ένα περιβάλλον.
Όμως με τις συνθήκες της σημερινής εξέλιξης της τέχνης δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το πρόβλημα που οπωσδήποτε ισχύει για όσους νεώτερους θέλουν να μείνουν και να δουλέψουν στον τόπο τους.
Όπως έχουν αυτήν τη στιγμή τα πράγματα και ανεξάρτητα από τις δυνατότητες που διαβλέπομε, δεν λείπει μόνο η ενημέρωση και η παρακολούθηση. Από την Ελλάδα λείπει βαθύτερα το υπόστρωμα που δημιουργείται από την παιδεία και την αγωγή γενικά του κοινού. Από την επαρχία ακόμη περισσότερο. Καμμία τέχνη, κανενός είδους, δεν μπορεί να αναπτυχθεί χωρίς κοινό. Και κοινό, όχι μόνον φιλότεχνων, αλλά κόσμου που συμβαδίζει με την τέχνη του, που την δέχεται και την τροφοδοτεί σαν δική του έκφραση. Οι προωθήσεις της σημερινής τέχνης δεν είναι κατά κανένα τρόπο ανεξάρτητες από το στάδιο αναπτύξεως και το σύμπλεγμα δομών της σημερινής πραγματικότητας. Εδώ βέβαια πρέπει να λογαριάσωμε και τις συνθήκες που συγκροτούν την πραγματικότητα ζωής σε κάθε τόπο. Είμαστε λοιπόν καταδικασμένοι να μείνουμε ουραγοί. Το αγωνιώδες αυτό ερώτημα που ισχύει για όλες τις χώρες που ακολουθούν από διάφορες η καθεμιά, αποστάσεις, την εξέλιξη, γίνεται συγκεκριμένη προσωπική αγωνία όταν το μεταφέρωμε στην Ελληνική επαρχία που νοιώθει να υπολείπεται με συχνότητα δονήσεων τουλάχιστον ακόμη και από την Αθήνα.
Θα ήθελα να κανωμε μαζί με τους αναγνώστες μου ωρισμένους συλλογισμούς. Αν η σημερινή τέχνη έχει σαν πρώτο της γνώρισμα αυτήν την αντιστοιχία, τότε η απλή παρακολούθηση των μορφών της μας αφήνει εκτός της ουσίας της. Ουραγοί μπορούμε να είμαστε, και με επιτυχία, όσο η τέχνη αφορούσε κυρίως στην αισθητική και η τελειοποίηση των μορφών μπορούσε να μας απασχολήση σαν αυθύπαρκτος στόχος. Δεν συμβαίνει αυτό σήμερα. Η μορφή αποτελεί το όργανο, τη γλώσσα για να μιλήσουμε.
Απαραίτητο είναι και πάλι να κατέχωμε τη γλώσσα -ας μη γελιώμαστε- αλλά στόχος είναι τί θα πούμε μ' αυτήν σημαντικό. Ποιά είναι λοιπόν τα σημαντικά; είπαμε πιο πάνω για την αντιστοιχία της σημερινής τέχνης με την πραγματικότητα αλλά καθορίσαμε επίσης πως αυτή η πραγματικότητα αποτελεί ένα σύμπλεγμα δομών. Πάει επομένως πολύ βαθύτερα από μιαν επιφάνεια φαινομένων. Από αυτό το σύμπλεγμα δομών βρισκόμαστε μακριά τάχα: Η στάση μας απέναντι στον κόσμο και η θέση μας μέσα σ' αυτόν, το πολύπλοκο σύστημα που τις καθορίζει, οι διαπιστώσεις μας γι' αυτο σκληρότερες σε συνεπεία καμμιά φορά για όσους βρίσκονται στ' άκρα του, οι προοπτικές μας οι πιο προσωπικές και οι σχέσεις μας προς όλες τις διαστάσεις που καθορίζονται απ' αυτό, η αποξένωσή μας και το είδος της συμμετοχής μας στην διάπλαση του σημερινού διεθνούς περιβάλλοντος, δεν καθορίζουν σήμερα και τον τελευταίο άνθρωπο πάνω στη γη; Καθένας με τα δικά του δεδομένα μπορεί να το νιώσει και να το σκεφτή. Γι' αυτό μιλώ πρώτα για παιδεία, επειδή αφορούν στην ευαισθησία και στην κρίση που μ' αυτές μπορούμε να δώσουμε το νόημά τους και στα λίγα και στα πολλά. Μ' ένα λόγο όλοι είμαστε σύγχρονοι γιατί τα όσα μας συμβαίνουν είναι μέρος μιας κοινής λειτουργίας και μας διαπλάθουν μέσα στην ίδια δομή, όποια κι αν είναι η μορφή που εκδηλώνεται για τον καθέναν.

Ο κίνδυνος για την τέχνη ενός μικρού τόπου σήμερα είναι διπλός. Και είναι επικίνδυνος έλλειψις αυτοσυνείδησης και συνείδησης. Ο ένας είναι, να μείνει περιορισμένη σε στερεότυπα, ο άλλος είναι να ακολουθήση πρότυπα επιφανειακά που ο ήχος τους δεν περνάει πιο μέσα από το εγκεφαλικό και το φιλολογικό. Ανάμεσα απ' αυτές τις συμπληγάδες περνάει και διαφεύγει η ζωγραφική του Β. Κελαϊδή. Φοβόμουν πολύ μετά την επιτυχία της πρώτης του έκθεσης. Είναι δίκοπο μαχαίρι καμιά φορά. Μπορεί να οδηγήσει στην επανάληψη ή στο ψεύτισμα με προωθήσεις επιφανειακές. Ο Β. Κελαϊδής όμως στην δεύτερη παρουσίαση του στη γκαλερί Άστορ παρουσίασε μια δουλειά και πιο πλούσια και πιο στερεά. Ο πετρωμένος κόσμος που καθορίζει τον εκφραστικό του χώρο, και τον εντάσσει μέσα στο ρεύμα του σύγχρονου υπερρεαλισμού, απλώνεται τώρα.

Το τοπίο της αποξένωσης δεν είναι πια μόνο οι τεράστια μεγενθυμένες πέτρες που σαν μετεωρίτες βαραίναν τη γη, με την ξένη, σκληρή ύλη τους βρίσκεται σε κάθε γύρισμα της ματιάς. Η θάλασσα και τα δένδρα είναι πετρωμένα. Ο άνθρωπος, που μοιάζει να ανήκει σε άλλο χρόνο με το είδος της αποδομής του και με το είδος της κίνησής του που δείχνει παράδοξη την παρουσία του, την απουσία του πιο απτή.
Ο αντικειμενικό στοιχεία στη ζωγραφική του βρίσκει καίρια τον στόχο του. Γίνεται σκληρότητα από έλλειψη συμμετοχής. Τα χρώματα μεταλλικά σαν πριν λίγο να καίγανε μα τώρα πάγωσαν κι ακινήτησαν σφηνώνοντας ανάμεσά τους τ' άσπρα προσκυνητάρια. Σα γίγαντες αλλοτινούς που πέτρωσαν κι αυτοί.
Η αλήθεια αυτών των συμβόλων συνδυάζοντας βίωμα και προβολή, καθώς ελέγχεται όταν η ποιότητα υποστηρίζει την δραστικότητα, και το είδος της δραστικότητας αιτιολογεί το είδος της ποιότητας μου έδειχνε οτι δεν μπορούσα να τα αναφέρω απλώς σε μιαν ευστοχία ευρημάτων θεματολογικών. Ήταν πολύ ουσιαστικότερα θρεμμένα. Τότε ο Κελαϊδής μου είπε οτι τα αποκεφαλισμένα, χτισμένα δεντρά του είναι οι πορτοκαλιές που ασβεστώνουν στην Κρήτη, τα προσκυνητάρια τα ήξερα κι όλα, ο άδειος πάγκος και τ' αγάλματα με την τόση απουσία απ' τις πλατείες της πόλης, που καθώς άλλαξε η ζωή μένουν έτσι έρημε, και πως η ζέστη κάνει καμιά φορά τη θάλασσα να μοιάζει με τους πετρωμένους κυματισμούς σβυσμένης λάβας. Η οπτική ολόκληρη λοιπόν ήταν δοσμένη από όψεις πραγματικές της Κρήτης. Το σκληρό από την κατάματη αυστηρότητα, το γιγάντιο, βγαλμένο από την προοπτική του λίγου.

Είπα λοιπόν, αυτός ο νέος άνθρωπος έρριξε βόλι κατακούτελα στο πρόβλημα, όπως άλλοτε οι καπετάνιοι των βουνών της Κρήτης.
Το σύγχρονο είναι μέσα μα και οι μορφές είναι το υλικό για να πλάθωμε οτι βρίσκεται μέσα μας. Δεν μπορεί να' ναι κούφιες όσες σηκώνουν το βάρος μας. Και πρέπει να είναι ζησμένες οι μορφές, να δένουν με τα χέρια μας, για να μπορούμε να τις σηκώσουμε. Όταν τις βάλλωμε στο έργο μα, είναι μαζί, εκείνες και μεις, ένα. Γιατί μας έχουν δώσει το σχήμα τους και μέσα σ' αυτό έχουμε πλάσει την συμπεριφορά μας. Κι εκείνες πάλι εμείς τις αφομοιώνομε, οποίο εμείς να γίνονται κάθε φορά ότι πραγματικά μπορούμε να είμαστε και οι ίδιοι. 



                                                              *    *    *